- κυπελλώνω
- [κύπελλο](μεταλργ.) κάνω κυπέλλωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυπελλώνω — κυπέλλωσα, κυπελλώθηκα, κυπελλωμένος, κάνω κυπέλλωση, αφαιρώ τον άργυρο και το χρυσό από τον ακάθαρτο μόλυβδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)